ὀξυόδους

ὀξυόδους
ὀξῠ-όδους, όδοντος, , ,
A with sharp teeth; in Nonn.D.40.484, with a neut.Subst. [suff] ὀξῠ-όεις, εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen,

ἔγχεα ὀξυόεντα Il.5.568

, cf. 50, etc.;

δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443

, cf. Eust.1951.2, Hsch.: the deriv. from ὀξύς is less probable.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξυόδους — ὀξυόδους, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει αιχμηρά, κοφτερά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. πυκν όδους)] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”